μοψ

μοψ
(mops). Ράτσα σκυλιών συντροφιάς, αβέβαιης προέλευσης, που ανήκει στην ομάδα των μολοσσοειδών. Το ύψος του έως το ακρώμιο δεν υπερβαίνει τα 32 εκ. και ζυγίζει 7 κιλά περίπου· έχει κορμό βραχύ, κεφάλι μεγάλο με κοντό ρύγχος, προγναθική οδοντοφυΐα και μικρά αυτιά που πέφτουν προς τα κάτω· η ουρά είναι κοντή, ανυψωμένη προς τα πάνω και συνεστραμμένη. Το τρίχωμά του είναι λείο και απαλό, με απόχρωση καρυδιάς, ή ασημόχρωμο ή μαύρο. Ο μ., που εκτρεφόταν παλιότερα σε μεγάλη έκταση στη Μεγάλη Βρετανία και στη Βόρεια Αμερική πριν εισαχθούν τα πεκινουά, έχει θαυμάσιο χαρακτήρα, ζωηρό, και είναι προσηλωμένος στον κύριό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… …   Dictionary of Greek

  • σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”