- μοψ
- (mops). Ράτσα σκυλιών συντροφιάς, αβέβαιης προέλευσης, που ανήκει στην ομάδα των μολοσσοειδών. Το ύψος του έως το ακρώμιο δεν υπερβαίνει τα 32 εκ. και ζυγίζει 7 κιλά περίπου· έχει κορμό βραχύ, κεφάλι μεγάλο με κοντό ρύγχος, προγναθική οδοντοφυΐα και μικρά αυτιά που πέφτουν προς τα κάτω· η ουρά είναι κοντή, ανυψωμένη προς τα πάνω και συνεστραμμένη. Το τρίχωμά του είναι λείο και απαλό, με απόχρωση καρυδιάς, ή ασημόχρωμο ή μαύρο. Ο μ., που εκτρεφόταν παλιότερα σε μεγάλη έκταση στη Μεγάλη Βρετανία και στη Βόρεια Αμερική πριν εισαχθούν τα πεκινουά, έχει θαυμάσιο χαρακτήρα, ζωηρό, και είναι προσηλωμένος στον κύριό του.
Dictionary of Greek. 2013.